- τριοδῖτις
- τριοδῖτιςone who frequents cross-roadsfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριοδίτις — ίτιδος, ἡ ΜΑ βλ. τριοδίτης … Dictionary of Greek
τριοδῖτι — τριοδῖτις one who frequents cross roads fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριοδῖτιν — τριοδῖτις one who frequents cross roads fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριοδίτης — ὁ, θηλ. τριοδῑτις, ίτιδος, ΜΑ 1. άνθρωπος τών τριόδων, άνθρωπος τού δρόμου, οκνηρός και ανυπόληπτος 2. το θηλ. ἡ τριοδῑτις γυναίκα τού δρόμου, άσεμνη αρχ. το θηλ. 1. προσωνυμία τής Εκάτης, που τήν λάτρευαν στις τριόδους 2. πυθαγόρεια ονομασία τού … Dictionary of Greek
διάνα — Θεά των Λατίνων, αντίστοιχη με την Άρτεμη των αρχαίων Ελλήνων. Ήταν κόρη του Δία και αδελφή του Απόλλωνα. Το πιο γνωστό λατρευτικό της κέντρο, όπου λατρευόταν μαζί με έναν μυστηριώδη θεό ή ήρωα, τον Βίρμπιο, βρισκόταν στους πρόποδες του Αλβανού… … Dictionary of Greek
εκάτη — I Θεότητα, η οποία, σύμφωνα με μια παράδοση, ήταν κόρη του τιτάνα Περσέα και της Αστερίας, αδελφής της Λητούς. Είχε υπό την προστασία της κάθε είδους δραστηριότητα και την επικαλούνταν οι λεχώνες, ενώ της προσέφεραν δείπνα (Ε. δείπνα) έξω από τις … Dictionary of Greek
τριοδίτιδες — τριοδί̱τιδες , τριοδῖτις one who frequents cross roads fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριοδίτιδι — τριοδί̱τιδι , τριοδῖτις one who frequents cross roads fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριοδίτιδος — τριοδί̱τιδος , τριοδῖτις one who frequents cross roads fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριοδίτισιν — τριοδί̱τισιν , τριοδῖτις one who frequents cross roads fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)